ΠΑΝΔΗΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
Ο καπιταλισμός είναι φτιαγμένος από αδύνατα να επιλυθούν διλήμματα. Αυτό που σε άλλες κοινωνίες γινόταν αντιληπτό ως ένα οργανικό σύνολο διασπάται και ανάμεσα στους δύο πόλους επιβάλλεται ένας ανταγωνισμός, αναγκάζοντάς μας να επιλέξουμε τον έναν και να απαρνηθούμε τον άλλο σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό. Η πανδημία το έκανε αυτό με την υγεία και την οικονομία. Έτσι, το προλεταριάτο έχει βρεθεί αντιμέτωπο με μια αποτρόπαια επιλογή: να πεθάνει από COVID ή να πεθάνει από την πείνα. Σε ατομικό επίπεδο, δεδομένου ότι στον καπιταλισμό είναι πιο σίγουρο ότι θα πεθάνεις από την πείνα αν δεν έχεις κάποιο εισόδημα παρά από τον COVID, πρόκειται στην πραγματικότητα για μια ψευτοεπιλογή. Δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας εκβιασμός. Σε κοινωνικό επίπεδο, η κατάσταση είναι πιο σύνθετη και εξηγεί τη συμπεριφορά των κρατών από τη στιγμή που ξεκίνησε η πανδημία.
Όμως πίσω από αυτό το δίλημμα μεταξύ υγείας και οικονομίας, κρύβεται ένα άλλο που διαπερνά από την πρώτη στιγμή τις αντιπαραθέσεις που διεξάγονται από τη σκοπιά της κοινωνικής κριτικής: ελευθερία ή υγεία, μια απομίμηση της παλιάς διχοτομίας μεταξύ ελευθερίας ή ασφάλειας, η οποία με τη σειρά της αποτελεί έκφραση της θεμελιώδους αντίθεσης στον καπιταλισμό μεταξύ ατόμου και Κράτους. Υπό αυτό το πρίσμα, στα ριζοσπαστικά μέσα εκφράζονται έντονα και πιεστικά οι ανησυχίες για ένα Κράτος που μοιάζει να βγαίνει από την πανδημία ενισχυμένο εις βάρος των ατομικών μας ελευθεριών. Οι αναλύσεις ποικίλλουν. Άλλοι αποδέχονται κι άλλοι όχι την ύπαρξη του ιού, όσοι συμφωνούν ότι υπάρχει τον αντιμετωπίζουν ως περισσότερο ή λιγότερο σοβαρό, άλλοι δίνουν μεγαλύτερη ή μικρότερη σημασία στην ψηφιακή επιτήρηση ή στα μέσα επικοινωνίας. Αλλά σε κάθε περίπτωση, όλοι αυτοί οι λόγοι μοιράζονται μια κοινή βάση: ο COVID είναι ένα προπέτασμα καπνού που δεν μας επιτρέπει να δούμε το πραγματικό πρόβλημα, την όξυνση του κοινωνικού ελέγχου. Το Κράτος μεταμφιέζεται και εκμεταλλεύεται την ευκαιρία για να καλλιεργήσει φόβο στον πληθυσμό, προκειμένου να τροφοδοτήσει την εθελοντική υποτέλεια. Το δόγμα του σοκ, όπως έλεγαν σε άλλες εποχές. Το άξιο λόγου στην πανδημία δεν είναι το υγειονομικό ζήτημα, ο αριθμός των νεκρών, η θυσία της υγείας και της ζωής στον κανιβαλισμό του κεφαλαίου, αλλά η ανάπτυξη μηχανισμών ελέγχου και καταστολής μέσω των big data, η ψηφιοποίηση της καθημερινής ζωής, η ενίσχυση της κοινωνίας του θεάματος, η ενίσχυση της ιατρικής εξουσίας, η άνοδος της βιοεξουσίας. Αυτή η διαδικασία μπορεί απλώς να οδηγήσει σε έναν ισχυρότερο, πιο ολοκληρωτικό καπιταλισμό, ή μπορεί ακόμη και να σημάνει τη μετάβαση σε μια νέα ταξική κοινωνία, χαρακτηριστικό της οποίας δεν θα αποτελεί πια η παραγωγή αξίας, παρά η απόλυτη επιβολή ενός οργουελιανού Κράτους μέσω της τεχνολογικής κυριαρχίας και της εξειδικευμένης γνώσης.
Από τον καπιταλισμό στη βιοκρατία;
Πιθανότατα, η τάση που έχει εκφράσει καλύτερα αυτή την τελευταία οπτική να είναι η «αντιανάπτυξη» (antidesarrollismo)[1]. Σύμφωνα με την ανάλυσή τους, την πανδημία την εκμεταλλεύτηκε – αν δεν την προκάλεσε – το Κράτος, για να εντείνει την ιατρική και τεχνολογική εξουσία επί του πληθυσμού και, υπό αυτή την έννοια, η πανδημία θα μπορούσε να αποτελέσει μια επιβεβαίωση της θέσης τους: ότι κατευθυνόμαστε προς ή έχουμε ήδη μεταβεί σε έναν τύπο κοινωνίας όπου το θεμελιώδες ζήτημα δεν είναι η εκμετάλλευση μιας κοινωνικής τάξης από μια άλλη, αλλά η κυριαρχία μιας κάστας τεχνοκρατών οργανωμένων γύρω από το Κράτος επί του συνόλου του πληθυσμού. Με όρους λίγο πιο επίκαιρους και υπό το πρίσμα των εξελίξεων, μπορεί να υποστηριχθεί ότι αυτό το Κράτος είναι μια υγειονομική χούντα, στην οποία τα ηνία έχουν αναλάβει βιο-κράτες – οι τεχνοκράτες της ιατρικής εξουσίας –, οι οποίοι μέσω της ιατρικοποίησης της ζωής και της ψηφιακής επιτήρησης έχουν κατορθώσει να επεκτείνουν ακόμη περισσότερο την κυριαρχία τους πάνω σε έναν πληθυσμό που έχει μουδιάσει από τον φόβο της ασθένειας και του θανάτου.
Οι όροι είναι σημαντικοί, διαμορφώνουν τη σκέψη μας και τις κατηγορίες που χρησιμοποιούμε. Υπάρχει μια ριζική διαφορά μεταξύ εκμετάλλευσης και κυριαρχίας, επειδή η πρώτη έχει μια υλική βάση βαθιά ριζωμένη στον τρόπο με τον οποίο οι κοινωνίες παράγουν και αναπαράγουν τη ζωή τους. Η κυριαρχία, ωστόσο, μας μιλάει μόνο για μια σχέση εξουσίας χωρίς να εξηγεί την προέλευσή της, κάτι που δεν είναι ανούσιο και επουσιώδες, διότι οτιδήποτε δεν έχει συγκεκριμένη αιτία δεν έχει και πιθανή λύση. Εδώ έγκειται η αντιδραστική δύναμη της μετανεωτερικότητας, η οποία μας παρουσιάζει έναν κόσμο οργανωμένο γύρω από ένα δίκτυο μηχανισμών εξουσίας χωρίς ακριβή αιτία ή σκοπό, μια πολλαπλότητα καταπιέσεων από την οποία είναι αδύνατο να απελευθερωθεί κανείς. Πλέον, από αυτή τη σκοπιά, δεν μπορεί να διανοηθεί κανείς ούτε την επανάσταση, ούτε καν την αντίσταση.
Έτσι, καθίσταται σαφές για ποιο λόγο είναι σημαντική η διαφορά ανάμεσα στο να μας εξουσιάζει το Κράτος και στο να διαχειρίζεται την εκμετάλλευσή μας. Το Κράτος δεν είναι ένας αυτόνομος θεσμός, με δικούς του σκοπούς και λειτουργία, ξέχωρο από τις κοινωνικές σχέσεις που οργανώνουν την παραγωγή και την αναπαραγωγή της ζωής. Αντίθετα, αποτελεί όργανο αυτών των κοινωνικών σχέσεων, όταν αυτές κατακερματίζονται από τον ταξικό ανταγωνισμό, και ως τέτοιο εξασφαλίζει ότι η κοινωνία θα διατηρείται ενωμένη στον διαχωρισμό. Στην περίπτωση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, όπου η παραγωγή αξίας έχει μια απρόσωπη και αυτόματη λογική, το Κράτος εκπληρώνει τη λειτουργία της διασφάλισης των συμφερόντων του κεφαλαίου, ακόμη και εναντίον των ίδιων των μεμονωμένων καπιταλιστών, αν χρειαστεί.
Η αντιαναπτυξιακή ανάλυση πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα. Παίρνει αυτές τις κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες παράγουν έναν ορισμένο τύπο τεχνολογίας και γνώσης, και αντιστρέφει την πυραμίδα. Είναι η τεχνολογία και η εξειδικευμένη γνώση αυτές που παράγουν έναν ορισμένο τύπο κοινωνικών σχέσεων και το Κράτος είναι απλώς ένα εργαλείο για την επιβολή τους. Η τεχνολογία παραμένει φετιχοποιημένη. Η τεχνολογία, η γνώση, πιο πρόσφατα η ιατρική γνώση, μετατρέπονται σε μια αυτόνομη εξουσία ικανή να παράξει αλλοτριωμένες κοινωνικές σχέσεις. Υπάρχουν πολλά προβλήματα με αυτού του είδους τις προσεγγίσεις, αλλά για τους δικούς μας σκοπούς θα επισημάνουμε μόνο ένα: οι κοινωνικές σχέσεις μπορούν να μετασχηματιστούν, μπορεί κανείς να αγωνιστεί ουσιαστικά ενάντια σε μια κοινωνική οργάνωση για να εγκαθιδρύσει μια άλλη, αλλά η γνώση και η τεχνολογία δεν καταπολεμούνται. Σε κάθε περίπτωση, ο αγώνας εναντίον τους ξεχνιέται, και την ίδια στιγμή δεν μπορεί να ξεχαστεί, διότι όσο ο καπιταλισμός συνεχίζει να επιβιώνει, η τεχνολογία και η γνώση θα συνεχίσουν να αναπτύσσονται, ωθούμενες από τον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων. Επομένως, είναι ένας αγώνας αδιέξοδος, επειδή δεν επιτίθεται στα βαθύτερα αίτια, αλλά τα παρακάμπτει. Με αυτόν τον τρόπο, η επανάσταση παύει να αποτελεί μια υλική δυνατότητα και η χειραφέτηση αποτελεί σε κάθε περίπτωση ένα πεφωτισμένο γεγονός. Μόνο οι πιο συνειδητοποιημένοι, όσοι έχουν λάβει τη θεία φώτιση, μπορούν να προσπαθήσουν να ξεφύγουν.
Στην πραγματικότητα, ούτε αυτοί θα τα καταφέρουν. Δεν υπάρχει διέξοδος από την τεχνοκρατία, υπάρχει όμως διέξοδος από τον καπιταλισμό.
Εμμένοντας στη βιοεξουσία
Στον καπιταλισμό, το Κράτος είναι ο διαχειριστής των κοινωνικών σχέσεων εκμετάλλευσης, οι οποίες επιπλέον αντιμετωπίζουν μια εις βάθος ιστορική κρίση. Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε τη συμπεριφορά του Κράτους κατά τη διάρκεια της πανδημίας, πρέπει να εξηγήσουμε την αντίφαση με την οποία έχει βρεθεί αντιμέτωπο.
Αν και αληθεύει ότι έχουν υπάρξει και άλλες πανδημίες στη διάρκεια της ιστορίας, είναι η πρώτη φορά που ένας άγνωστος ιός εξαπλώνεται σε μια κοινωνία με τόσο μεγάλο πληθυσμό, τόσο παγκοσμιοποιημένη, τόσο αλληλοεξαρτώμενη, σε συνεχή αλληλεπίδραση σε όλο τον πλανήτη. Για να σχηματίσουμε μια ιδέα, κατά τη διάρκεια της ισπανικής γρίπης εκτιμάται ότι υπήρχαν 1,8 δισεκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο και το κύριο μέσο μεταφοράς ήταν τα ατμόπλοια. Σήμερα, έχουμε φτάσει σχεδόν στα 7,8 δισεκατομμύρια και ο αριθμός των αεροπορικών ταξιδιών πολλαπλασιάζεται μέσα σε λίγα μόλις χρόνια: η δύναμη της εξάπλωσης νέων ιών – και των νέων στελεχών τους – αυξάνεται ταυτόχρονα με την ανάπτυξη του καπιταλισμού. Θα μπορέσουμε έτσι να καταλάβουμε ότι ένας ιός με τέτοια ικανότητα μετάδοσης σε μία κοινωνία τόσο διασυνδεδεμένη σε παγκόσμιο επίπεδο και με μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού να ανήκει σε ευπαθείς ομάδες αποτελεί έναν πραγματικό κίνδυνο, όχι μόνο λόγω της μεγαλύτερης ή μικρότερης θνησιμότητας του ίδιου του ιού, αλλά και λόγω της απειλής να καταρρεύσουν τα συστήματα υγείας – και τα γραφεία τελετών–, με όσους παράπλευρους θανάτους αυτό συνεπάγεται. Δεν αποτελεί λοιπόν έκπληξη το γεγονός ότι, μολονότι οι θάνατοι από COVID ανέρχονται επισήμως σε 4 εκατομμύρια παγκοσμίως, μόνο για την Ινδία εκτιμάται ότι οι υπερβάλλοντες θάνατοι από τον Ιούνιο του 2020 μέχρι τον Ιούνιο του 2021 θα κυμανθούν μεταξύ 3,4 και 4,9 εκατομμυρίων.
Το Κράτος βρίσκεται έτσι σε δύσκολη θέση. Όσο απαραίτητο είναι να παράγονται και να κυκλοφορούν εμπορεύματα, εξίσου απαραίτητο είναι να υπάρχουν ζωντανοί εργάτες για να το κάνουν. Μακράν του να βρισκόμαστε μπροστά σε μια διαδικασία μετάβασης προς μια νέα ολοκληρωτική κοινωνία, τα Κράτη κάνουν αυτό που έκαναν πάντα στον καπιταλισμό, αλλά με τις αυξανόμενες δυσκολίες που προκαλούνται από την ανάπτυξη αυτού του τρόπου παραγωγής: οφείλουν να παραμείνουν οι εγγυητές της διατήρησης της εργατικής δύναμης, με σκοπό την εκμετάλλευσή της, μέσα σε ένα πλαίσιο στο οποίο ο πληθυσμός αυξάνεται εκθετικά, η διασύνδεση των μεταφορών σε παγκόσμια κλίμακα είναι ολοένα και πιο έντονη, η μόνιμη κρίση του κεφαλαίου ωθεί προς την αύξηση της κοινωνικής δυστυχίας και την αυξανόμενη καταστροφή της φύσης, και αυτοί οι παράγοντες με τη σειρά τους αποδυναμώνουν το ανοσοποιητικό μας σύστημα και οδηγούν στην εμφάνιση νέων πανδημιών. Η λειτουργία του Κράτους, η οποία συνίσταται στο να κρατά ενωμένη μια κοινωνία που σπαράσσεται από τους ταξικούς ανταγωνισμούς και, εντός του καπιταλισμού, από τον πόλεμο όλων εναντίον όλων που προκαλεί ο ανταγωνισμός μεταξύ των κεφαλαίων, αντιμετωπίζει κάθε φορά και μεγαλύτερες δυσκολίες, επειδή το Κράτος βρίσκεται αντιμέτωπο με το εξής δίπολο: να διατηρήσει μια οικονομία που εξαπλώνει την ασθένεια ή να διατηρήσει τους εργαζόμενους που συντηρούν την οικονομία.
Από την άλλη πλευρά, πίσω από αυτή την παρατήρηση κρύβεται το ζήτημα ότι η υγεία, πολύ περισσότερο από ατομική υπόθεση, αποτελεί ένα κοινωνικό γεγονός. Φυσικά, δεν αναφερόμαστε μόνο στις μεταδοτικές ασθένειες, αλλά στο γεγονός ότι η υγεία μας είναι αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο οργανωνόμαστε κοινωνικά: αν υπάρχει ή όχι διαχωρισμός μεταξύ πόλης και υπαίθρου, αν οι πόλεις είναι μικρές ή τερατώδεις, αν υπάρχει ή όχι μισθωτή εργασία, τι λογής συνθήκες υγιεινής επικρατούν σ’ αυτή την εργασία, τι είδους κατοικίες έχουμε, τι είδους γεωργικά προϊόντα καλλιεργούμε, ο τρόπος με τον οποίο η κοινωνική δραστηριότητα επηρεάζει το φυσικό μας περιβάλλον και οι πολλαπλοί τρόποι με τους οποίους το περιβάλλον μάς τα επιστρέφει όλα αυτά. Πολύ πριν φτάσουμε στην ατομική διαχείριση του δικού μας ξεχωριστού σώματος, η υγεία συνιστά ένα κοινωνικό γεγονός.
Επιπροσθέτως, η ανάπτυξη του καπιταλισμού, η τεράστια δύναμη κοινωνικοποίησης που έχει επιφέρει σε πλανητικό επίπεδο, καθιστά την υγεία ολοένα και περισσότερο ένα ζήτημα που αφορά συνολικά το ανθρώπινο είδος. Σε αντίθεση με άλλες πανδημίες, η υγεία μας κάθε φορά διασυνδέεται όλο και περισσότερο σε παγκόσμιο επίπεδο – θα μπορούσε να πει κανείς: κάθε φορά διαθέτουμε όλο και περισσότερο ένα μόνο σώμα σε παγκόσμιο επίπεδο. Αλλά αυτό συνιστά ένα σοβαρό πρόβλημα για τον καπιταλισμό, επειδή τείνει να μας ενοποιεί σε διεθνές επίπεδο, ενώ την ίδια στιγμή μπορεί να μας διαχειριστεί μόνο μέσω των εθνών – κρατών. Όπως και με την κλιματική αλλαγή, η πανδημία του COVID είναι μια επίδειξη της ανικανότητας του καπιταλισμού να επιλύσει τα ιστορικά προβλήματα που ο ίδιος δημιουργεί. Και η μετριοπάθεια με την οποία οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν την πανδημία δεν είναι παρά μια έκφραση αυτής της ανικανότητας.
Η υγεία μας είναι ένα κοινωνικό γεγονός, αλλά σε αυτό το σύστημα συγκέντρωσης ατόμων απομονωμένων και σε διαρκή ανταγωνισμό μεταξύ τους, η ελευθερία γίνεται νοητή εκκινώντας από την απομόνωση και το κοινωνικό ταυτίζεται με το Κράτος. Η αυθόρμητη οργάνωση που εκκινεί από την ελεύθερη βούληση και την αμοιβαία στήριξη δεν είναι δυνατή σε μια κοινωνία που κυβερνάται από το εμπόρευμα: όσο υπάρχουν οι καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις, το Κράτος θα συνεχίσει να υπάρχει για να ρυθμίζει και να επιβάλλεται στην εγωιστική ορμή των ατόμων. Φυσικά, αυτό που αντιπαραβάλλει στον ατομικό εγωισμό δεν είναι οι ανάγκες των ανθρώπων ως κοινότητας, αλλά οι ανάγκες που αφορούν την αξιοποίηση της αξίας, τη συσσώρευση του κεφαλαίου. Η διαχείριση της υγείας είναι ένα απλό παρεπόμενο.
Το ότι απλώς είμαστε εργατική δύναμη για το Κράτος και το κεφάλαιο αποτελεί μια ολοφάνερη κοινοτοπία. Γι’ αυτό ακριβώς, δεν είναι οι ζωές μας που έχουν σημασία, πόσο μάλλον η υγεία μας, αλλά το να διατηρούμε αυτά τα δύο στα ελάχιστα δυνατά επίπεδα – μιλώντας με στατιστικούς όρους – προκειμένου να συνεχίσουμε να τροφοδοτούμε την αυτόματη μηχανή του κεφαλαίου. Φυσικά, για να διασφαλιστεί αυτός ο σκοπός, τα σώματά μας υπόκεινται σε έλεγχο από τους διοικητικούς μηχανισμούς. Δεν πρόκειται για κάτι καινούργιο ή αξιοπρόσεκτο. Σε τέτοιο βαθμό ισχύει, που τα γυναικεία σώματα μέσα στις ταξικές κοινωνίες αποτελούν από πολύ παλαιότερα αντικείμενο ελέγχου, προκειμένου να διασφαλιστεί η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και η ορθή μεταβίβαση της ατομικής ιδιοκτησίας, χωρίς κάτι τέτοιο να έχει προκαλέσει τις ιδέες των μεγάλων φιλοσοφικών ιδιοφυιών. Η θεωρία της βιοεξουσίας, τόσο πολύ της μόδας τελευταία, προκειμένου να προωθηθεί η ανάλυση ενός Κράτους ολοένα πιο ολοκληρωτικού και ισχυρού, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια μπανάλ παρατήρηση αυτής της πραγματικότητας. Στα πλαίσια μιας πανδημίας με τα χαρακτηριστικά που περιγράψαμε παραπάνω, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει μεγάλη απειλή για την εύρυθμη λειτουργία της μηχανής του κεφαλαίου, η ανάγκη του Κράτους να ελέγχει τα σώματά μας εντείνεται, εκκινώντας από ένα στοιχείο που είναι αληθινό – η υγεία αποτελεί κοινωνικό γεγονός – και ένα άλλο που είναι ψευδές: ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο θα υπερασπιζόταν την κοινωνία και τις κοινωνικές ανάγκες. Ωστόσο, αν παραμείνουμε σε αυτή την παρατήρηση, δεν υπάρχει ούτε εξήγηση ούτε πιθανή διέξοδος. Η λύση δεν μπορεί να βρίσκεται ούτε στην υγειονομική διαχείριση του Κράτους, η οποία πάντα θα υποτάσσει την υγεία μας στον κανιβαλισμό του κεφαλαίου, ούτε στην υπεράσπιση του υποκειμένου ως ελεύθερου ατόμου, ανεξάρτητου και ξένου προς το κοινωνικό σώμα.
Ο καπιταλισμός εξασθενεί, και μαζί του το Κράτος
Όσοι δεν μιλούν ευθέως για τη μετάβαση σε μια νέα ταξική κοινωνία, δηλώνουν ότι ο καπιταλισμός ολοένα δυναμώνει, ότι μέρα με τη μέρα αποκτά όλο και μεγαλύτερη δύναμη να πείθει και όσους δεν θέλουν να πειστούν να τους συντρίβει. Υπό αυτό το πρίσμα, η αστική τάξη είναι κάθε φορά και πιο ισχυρή. Αν δεν κατάφερε να το σχεδιάσει όλο αυτό, τουλάχιστον δεν άφησε να της ξεφύγει η ευκαιρία που της πρόσφερε η πανδημία για να διευρύνει την τεχνολογική επιτήρηση και να κρατά τους πολίτες πιο υποταγμένους μέσω μιας στρατηγικής του φόβου.
Βέβαια, ο όρος στρατηγική ακούγεται υπερβολικός. Σίγουρα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί με την έννοια της παγκόσμιας στρατηγικής, στην οποία η άρχουσα τάξη ακολουθεί ένα συγκεκριμένο και συμφωνημένο σχέδιο, δεδομένου ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας η διαχείριση κάθε κυβέρνησης ακολουθούσε τη λογική του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», πρώτα με τις μάσκες, τα μέτρα ατομικής προστασίας και τις συσκευές τεχνητής αναπνοής και στη συνέχεια με τα εμβόλια. Από την άλλη, ούτε σε εθνικό επίπεδο θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο ή μυστική συμφωνία, διότι το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα της διαχείριση της πανδημίας υπήρξε το “πότε έτσι πότε αλλιώς”, οι αντιφατικές συστάσεις, οι κινήσεις στα τυφλά, τα εκ νέου ανοίγματα της αγοράς και η χαλάρωση των μέτρων, που ήταν γνωστό με βεβαιότητα ότι θα διαρκέσουν προσωρινά. Βέβαια, όλη αυτή η κατάσταση ελάχιστη σχέση έχει με εκείνα τα μεγαλόπνοα εθνικά σχέδια που εκπόνησε η αστική τάξη πριν από μερικές δεκαετίες και τα οποία προσέδιδαν σταθερότητα στην κυβερνητική διαχείριση παρά την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού. Ελάχιστη σχέση έχει ακόμη και με αυτό που συνέβαινε τα προηγούμενα χρόνια. Σε αυτή την κρίση, η αβεβαιότητα και ο αποπροσανατολισμός της άρχουσας τάξης έχουν φτάσει σε επίπεδα παροξυσμού: τα στοιχεία της οικονομικής ανάπτυξης αξιολογούνται και αυξομειώνονται κάθε μήνα, οι νομισματικές πολιτικές και οι πολιτικές ελέγχου του πληθωρισμού διέπονται από ένα «θα το κάνουμε τώρα και βλέπουμε μετά«, οι προσωρινές αναστολές εργασίας γίνονται ξανά και ξανά αντικείμενο διαπραγμάτευσης για να διατηρηθούν σε ισχύ μερικούς μήνες ακόμα, τα μέτρα για τον περιορισμό των αυξήσεων στους λογαριασμούς ρεύματος και φυσικού αερίου εφαρμόζονται ανά τρίμηνο, ελπίζοντας ότι – Θεού θέλοντος – το επόμενο τρίμηνο θα είναι καλύτερο. Μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η ίδια η πολιτική αναφορικά με την εκστρατεία εμβολιασμού αποτελεί μια διαδοχή από αντιφάσεις και πισωγυρίσματα.
Και αυτό είναι λογικό. Η αστική τάξη είναι αποπροσανατολισμένη, επειδή οι δικές της κοινωνικές σχέσεις είναι εκτός ελέγχου. Πρέπει να περιορίσει την ανεργία, αλλά δεν μπορεί να αποτρέψει την κατάργηση θέσεων εργασίας που επιφέρει η αυτοματοποίηση της οικονομίας. Πρέπει να περιορίσει την κλιματική αλλαγή και την κατασπατάληση των ενεργειακών πόρων και ορυκτών, αλλά μια απλή επιβράδυνση της αύξησης του ΑΕΠ συνεπάγεται πολύ σοβαρές οικονομικές κρίσεις. Έχει ανάγκη να συνεχιστεί η ροή των εμπορευμάτων, οι άνθρωποι να συνεχίσουν να τα καταναλώνουν χωρίς σταματημό, το κεφάλαιο να συνεχίσει να κινείται ελεύθερο σε όλο τον πλανήτη, αλλά η δική της πανωλεθρία ενθαρρύνει την εμφάνιση πανδημιών οι οποίες καθιστούν αναγκαία την παρεμπόδιση αυτής της κίνησης, το κλείσιμο των συνόρων, την υποχώρηση.
Αν το Κράτος φαίνεται να γιγαντώνεται, αυτό δεν είναι επειδή αναπτύσσεται και ισχυροποιείται, αλλά επειδή διογκώνεται λόγω της καθαρής αποσύνθεσης της ιστορικής του λειτουργίας. Από τη μία πλευρά, ο ρόλος του στην οικονομία είναι κάθε φορά πιο κομβικός, επειδή οι επιχειρήσεις το χρειάζονται ως όργανο τεχνητής αναπνοής, στο βαθμό που τα κέρδη τους τείνουν να μειώνονται με την πρόοδο του καπιταλισμού. Χωρίς τις δικές του θέσεις εργασίας, τη δική του κατανάλωση, τις πολιτικές νομισματικής ενίσχυσης ή τη δημόσια πίστωση, η οικονομία δεν θα μπορούσε να σταθεί. Με αυτόν τον τρόπο, γινόμαστε μάρτυρες μιας διαδικασίας που τείνει να θολώσει τη θεμελιώδη διάκριση εντός του καπιταλισμού μεταξύ οικονομίας και πολιτικής, μεταξύ Κράτους και αγοράς, διότι την ίδια στιγμή που το Κράτος είναι ένα όργανο τεχνητής αναπνοής για το κεφάλαιο, το τελευταίο έχει όλο και μεγαλύτερο έλεγχο πάνω του. Η ικανότητα του φορντικού Κράτους να επιβάλλει τις δικές πολιτικές του αποφάσεις, οικονομικούς σχεδιασμούς, νομισματικές πολιτικές ή ακόμη και φόρους αποτελεί πλέον μακρινό παρελθόν. Γιατί η εξάντληση της αξίας οδηγεί επίσης στην εξάντληση του Κράτους ως οργάνου ρύθμισης των καπιταλιστικών σχέσεων. Η ευκολία με την οποία το κεφάλαιο αποκεντρώνεται και ξεφεύγει από τον εδαφικό έλεγχο, η διαρκής αύξηση του δημόσιου χρέους που θέτει το Κράτος στα χέρια των διεθνών χρηματοπιστωτικών αγορών, η αυξανόμενη σημασία των υπερεθνικών δομών, όλα αυτά θέτουν υπό αμφισβήτηση την παραδοσιακή αρχή κάθε Κράτους: την κυριαρχία επί της επικράτειάς του, την ικανότητα να έχουν σημασία οι πολιτικές του αποφάσεις. Από την άλλη πλευρά, η συγκέντρωση του κεφαλαίου σε συγκεκριμένες περιοχές οδηγεί σε εδαφική ανισότητα εντός των συνόρων τους, η οποία προσφέρει την υλική βάση για την έκρηξη τοπικιστικών ή εθνικιστικών κινημάτων φυγόκεντρου χαρακτήρα. Και τέλος, η απώλεια των υλικών προϋποθέσεων του ρεφορμισμού, επειδή μειώνεται η παραγωγή υπεραξίας, συνεπάγεται ταυτόχρονα ότι το ίδιο το Κράτος διαθέτει όλο και λιγότερους πόρους για την κοινωνική ενσωμάτωση μέσω επιδομάτων, δημόσιων υπηρεσιών, κοινωνικής πρόνοιας: όχι άδικα η θρησκεία και τα κοινοτικά ταυτοτικά κινήματα το αντικαθιστούν σε αυτές τις λειτουργίες, χωρίς κάτι τέτοιο να επιτρέπει την ενοποίηση των κοινωνικών διαχωρισμών, αλλά αντιθέτως τους βαθαίνει υπό μία αντιδραστική έννοια[2].
Μόνο εντός αυτής της χαώδους συνθήκης, μπορεί να γίνει κατανοητή η αύξηση της ψηφιακής επιτήρησης και ο εκσυγχρονισμός των κατασταλτικών μηχανισμών. Όντως, ο καπιταλισμός καταφεύγει και θα καταφεύγει όλο και περισσότερο στην καταστολή, αλλά αυτό δεν συνεπάγεται μεγαλύτερο κοινωνικό έλεγχο. Όλως αντιθέτως, αν είναι απαραίτητο να καταφεύγει στη χρήση βίας, αυτό συμβαίνει επειδή ο μηχανισμός της συναίνεσης αρχίζει να καταρρέει.
Η τεχνολογική ανάπτυξη είναι ταυτόχρονα το εργαλείο και η καταδίκη της άρχουσας τάξης. Χάρη στην τεχνολογική ανάπτυξη, υπάρχουν σήμερα πρωτοφανείς στην ιστορία δυνατότητες για επιτήρηση: μη επανδρωμένα αεροσκάφη, αναγνώριση προσώπου, εντοπισμός μέσω smartphones, μαζική ανάλυση δεδομένων που αφορούν την κατανάλωση προϊόντων και τα περιεχόμενα στο διαδίκτυο, επιτήρηση των κοινωνικών δικτύων μέσω της τεχνητής νοημοσύνης και των big data. Αλλά την ίδια στιγμή, εξαιτίας αυτής της ίδιας τεχνολογικής εξέλιξης, κάθε φορά απαιτείται εκμετάλλευση όλο και λιγότερης ανθρώπινης δύναμης, τα κέρδη μειώνονται, το κεφάλαιο συγκεντρώνεται σε μια οικονομία – καζίνο που παράγει μόνο φούσκες έτοιμες να σκάσουν ανά πάσα στιγμή, ο πλεονάζων, χωρίς κοινωνική χρησιμότητα, πληθυσμός αυξάνεται, απαιτούνται όλο και περισσότεροι ενεργειακοί πόροι και πρώτες ύλες, η απόκτηση των οποίων οξύνει την οικολογική κρίση, η γη γίνεται άγονη λόγω της εκμετάλλευσης της αγροτικής βιομηχανίας, ο κύκλος του φωσφόρου καταρρέει και παρατηρούνται φαινόμενα ερημοποίησης, τα κλιματικά φαινόμενα γίνονται όλο και πιο ακραία, η πρόσβαση σε πόσιμο νερό μετατρέπεται σε ολοένα μεγαλύτερο πρόβλημα, οι πόλεμοι πολλαπλασιάζονται, η ανισορροπία των οικοσυστημάτων απειλεί την ίδια τη ζωή μας στον πλανήτη.
Όλα αυτά δημιουργούν κοινωνικές εκρήξεις, αντιδράσεις που θέτουν τα θεμέλια για μελλοντικές εξεγέρσεις. Φυσικά το Κράτος εξοπλίζεται, αλλά μόνο επειδή πλέον μπορεί να βασίζεται όλο και λιγότερο στην κοινωνική συναίνεση. Μόνο αν εξεταστούν τα πράγματα βάσει μιας ανάλυσης περί κυριαρχίας, στην οποία η εξουσία επιβάλλεται χωρίς λόγο ή πιθανή λύση, μπορεί κανείς να σκεφτεί ότι η ανθρωπότητα θα μπορούσε να παραμείνει άπραγη μπροστά σε αυτές τις εξελίξεις. Όσοι αρνηθούν να παγιδευτούν μέσα σε μια τέτοια προοπτική, θα δουν ότι τα σημερινά κινήματα είναι μεν συγκεχυμένα, γεμάτα περιορισμούς, αλλά απαντούν σε ένα σύστημα που αποτελεί καταδίκη για το είδος μας, μαθαίνουν, αντλούν διδάγματα από τις προηγούμενες ήττες, δημιουργώντας έτσι μια υπόγεια μνήμη που κάνει κάθε παγκόσμιο κύμα ανώτερο από το προηγούμενο: κύματα τα οποία το Κράτος αντιμετωπίζει κάθε φορά πιο εξοπλισμένο, κάθε φορά πιο εύθραυστο.
Είναι σύνηθες στον καπιταλισμό να βρισκόμαστε μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης και να μας τίθεται έπειτα το ερώτημα ποιο είναι το μικρότερο κακό. Υγεία ή οικονομία. Ελευθερία ή ασφάλεια. Προσωπικά δικαιώματα ή κοινωνικές ανάγκες. Το άτομο ή το Κράτος. Γράφουμε μετά από ενάμιση χρόνο πανδημίας, στη διάρκεια του οποίου κυριάρχησαν αυτά τα διλήμματα. Οι διαφωνίες που αυτά τα διλήμματα δημιούργησαν εντός του χώρου της κοινωνικής κριτικής δεν είναι ήσσονος σημασίας, αλλά δεν θα μπορέσουμε να τις λύσουμε μέσα από αυτά. Υπάρχει κάτι ψεύτικο και κάτι αληθινό στην πόλωση που παρακολουθούμε: αληθινό, επειδή στον καπιταλισμό η υγεία και η οικονομία, η ελευθερία και η ασφάλεια υπάρχουν εντός ενός πραγματικού και αγεφύρωτου ανταγωνισμού. Όποιος επιλέγει το ένα πρέπει να απαρνηθεί σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό το άλλο. Γι’ αυτό και οι προσπάθειες της Αριστεράς να επεξεργαστεί προτάσεις που να επιλύουν αυτόν τον ανταγωνισμό δεν είναι απλώς κοινότοπες, αλλά περιέχουν και μεγάλες δόσεις αυτοεξαπάτησης – προκειμένου να δικαιολογήσει τη δική της κοινωνική λειτουργία – και κυνισμού.
Αλλά υπάρχει ταυτόχρονα και κάτι ψευδές σε αυτή την πόλωση, επειδή ποτέ δεν θα δώσουμε απάντηση, αν την αναζητούμε εντός αυτής της αντιπαράθεσης, και επειδή το να επιχειρηματολογούμε εκκινώντας από αυτό το σημείο μας ωθεί τελικά να επιλέξουμε μία πλευρά του κεφαλαίου έναντι μίας άλλης. Εκείνοι που επιλέγουν την υγεία και την ασφάλεια βρίσκονται να υπερασπίζονται το Κράτος ως έναν ουδέτερο, καλό, αν όχι καλά διοικούμενο θεσμό, ο οποίος είναι ο μόνος ικανός να φροντίσει το κοινό συμφέρον και να διασφαλίσει τις κοινωνικές ανάγκες ενάντια στην εγωιστική παρόρμηση των απομονωμένων ατόμων. Όσοι τείνουν προς την ελευθερία και την οικονομία[3] καταλήγουν να υπερασπίζονται την ελεύθερη βούληση του ατόμου, όποιο και αν είναι το κόστος, και να αντιλαμβάνονται ως φυσική την παρεκτροπή ενός κοινωνικού συστήματος που διέπεται από το εμπόρευμα και τη μισθωτή εργασία.
Η μοναδική δυνατότητα για όσους από εμάς στοχεύουμε σε μια χειραφετημένη κοινωνία είναι να πάψουμε να προσεγγίζουμε αυτή τη συζήτηση με τέτοιους όρους, αν δεν θέλουμε να παγιδευτούμε μέσα σε αυτούς. Μεταξύ του να πεθάνουμε από COVID ή να πεθάνουμε από την πείνα, επιλέγουμε να αγωνιστούμε ενάντια σε ένα σύστημα που μας επιβάλλει αυτή την επιλογή. Ανάμεσα στην υπεράσπιση του Κράτους ως μοναδικού εγγυητή των κοινωνικών αναγκών και την υπεράσπιση της ελευθερίας του μεμονωμένου ατόμου, ξένου ως προς την αλληλεξάρτησή του από τους άλλους, επιλέγουμε να αγωνιστούμε κατά του Κεφαλαίου. Ούτε μισθωτή εργασία ούτε ένα σύστημα που μας αρρωσταίνει. Ούτε Κράτος αλλά ούτε και άτομο: και οι δύο κατηγορίες γεννιούνται με τις ταξικές κοινωνίες, αναδύονται με τον καπιταλισμό και θα πεθάνουν μαζί του, όπως η τελευταία ταξική κοινωνία της ιστορίας.
[1] (σ.τ.μ.) Ρεύμα κριτικής στην έννοια της καπιταλιστικής ανάπτυξης, που μεταξύ άλλων εναντιώνεται στην τάση της αποανάπτυξης. Η βασική αιχμή του ρεύματος της αντιανάπτυξης συνίσταται στην εναντίωση στην ιδεολογία της βιομηχανικής πρόοδου/εξέλιξης. Δεν πρέπει να συγχέεται με τον πριμιτιβισμό, παρόλο που αμφότερα ρεύματα ασκούν κριτική στην τεχνολογία και την βιομηχανική κοινωνία. Σαν ρεύμα η αντιανάπτυξη υπερασπίζεται και προτάσσει αγώνες ενάντια στα τρένα υψηλής ταχύτητας, στην καταστροφή των δασών ή των φυσικών δρυμών και στην εγκατάσταση σταθμών πυρηνικής ενέργειας ή/και μορφών ανανεώσιμης ενέργειας. Ενδεικτικά, παραπέμπουμε για περισσότερες πληροφορίες στο Amorós, M. (2012). Perspectivas Antidesarrollistas. Bioregión Valle Maipó, Chile: Germinal..
[2] Αυτά τα επιχειρήματα τα αναπτύσσει σε πολύ μεγαλύτερο βάθος το περιοδικό n+1 στο Lo Stato nell’era della globalizzazione.
[3] Αναφερόμαστε στα επιχειρήματα που στρέφονται ενάντια στα μέτρα που πάρθηκαν για τον COVID, τα οποία δεν θέτουν ζητήματα υγείας, αλλά έχουν οικονομικό χαρακτήρα, όπως πχ. αυτά που εξετάζουν την καραντίνα ή την απαγόρευση κυκλοφορίας σε σχέση με τις ζημιές που προκαλούν στις επιχειρήσεις και την απασχόληση. Κατά βάθος, τα επιχειρήματα αυτά υποστηρίζουν ότι πρέπει να ζυγίσουμε τις ζωές που σώζονται από τον ιό και τις ζωές που καταδικάζονται σε ανέχεια και τελικά να επιλέξουμε: λες και στον καπιταλισμό μπορούμε να επιλέξουμε μεταξύ ανέχεια και ασθένειας, οι οποίες στην πραγματικότητα πάνε χέρι – χέρι, όπως βλέπουμε στην ίδια την πανδημία. Ένα βιβλίο στο οποίο αυτό το είδος της επιχειρηματολογίας χρησιμοποιείται σε μεγάλο βαθμό, αν και υπάρχουν επίσης πολλές σκέψεις σχετικά με την εγκυρότητα αυτών των μέτρων ως προς την πρόληψη και έλεγχο των λοιμώξεων, είναι το P. Francés, J. R. Loayssa y A. Petruccelli: Covid-19. La respuesta autoritaria y la estrategia del miedo, εκδ. El Salmón.